ανακυβίστηση

ανακυβίστηση
η
αναπήδηση από μία στάση εξαρτήσεως από δίζυγο, που φέρνει τον γυμναζόμενο σε όρθια στήριξη επάνω σ' αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + κυβίστηση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκκυβίστηση — η 1. (στη γυμναστική) η επάνοδος από την κυβίστηση στην ορθοστασία 2. (στα διπλά σχοινιά) η μετάβαση από την ανακυβίστηση στην κατακόρυφη εξάρτηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”